σερνικοθήλυκος

σερνικοθήλυκος
ο гермафродит

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "σερνικοθήλυκος" в других словарях:

  • σερνικοθήλυκος — η, ο, Ν βλ. αρσενικοθήλυκος …   Dictionary of Greek

  • σερνικοθήλυκος — η, ο 1. αυτός που είναι αρσενικός και θηλυκός, ερμαφρόδιτος 2. ως ουσ., σερνικοθήλυκο, το ζωηρό κορίτσι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αρσενικοθήλυκος — και σερνικοθήλυκος, η, ο οποίος έχει γνωρίσματα και του αρσενικού και του θηλυκού, ερμαφρόδιτος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»